- μερόπων
- μέροψdividing the voicemasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μερόπων — Μέροψ dividing the voice masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… … Dictionary of Greek
Minuscule 545 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 545 T … Wikipedia
IRIS — I. IRIS Soror Harpyarum, Thaumantisfilia, ex Electra, quam poetae Iunonis nunciam faciunt, h. e. aeris. Est autem revera arcus caelestis, pluviae plerumque praenuncia. unde poetis ὑετόμαντις cicitur, ut ait Olympiod. Metebr. l. 3. Plaut. in… … Hofmann J. Lexicon universale
έγχελυς — Μυθολογικό θαλάσσιο τέρας της Κω. Κατά τη μυθολογία, το σκότωσε ο βασιλιάς της Κω Κρίσαμης, επειδή του άρπαξε από το μεγάλο κοπάδι του το ωραιότερο πρόβατο. Από τότε η Έ. εμφανιζόταν συχνά στα όνειρα του Κρίσαμη και του ζητούσε να τη θάψει.… … Dictionary of Greek
πίων — ῑov και ανώμαλος τ. θηλ. πίειρα Α 1. (κυρίως στον Όμ. και ιδίως για ζώα) παχύς, ευτραφής («ἔθηκ ὄϊος καὶ πίονος αἰγός», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ. και ιδίως για άνδρες) σαρκώδης, λιπώδης («καὶ για γαστρώδεις καὶ παχύκνημοι καὶ πίονές εἰσιν ἀσελγῶς»,… … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
φυή — και δωρ. τ. φυά, ἡ, Α 1. σωματική ανάπτυξη, σωματική διάπλαση, ιδίως αρμονική 2. (για φυτό) ανάπτυξη, βλάστηση 3. η φυσική δύναμη τού ανθρώπου («φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει», Πίνδ.) 4. ηλικία 5. υπόσταση 6. μορφή υπό την οποία εμφανίζεται κάτι… … Dictionary of Greek